υποδόριος — α, ο, Ν αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από το δέρμα (α. «υποδόριος ιστός» β. «υποδόρια ένεση»). επίρρ... υποδορίως και υποδόρια Ν κάτω από το δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + δορά «δέρμα» + κατάλ. ιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ.… … Dictionary of Greek
υποδόριος ιστός — (Ανατ.). Χαλαρός συνδετικός ιστός, που βρίσκεται αμέσως κάτω από το δέρμα σε ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος. Το πάχος του ποικίλλει ανάλογα με την ανατομική περιοχή, τη δίαιτα, το φύλο και τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων· βρίσκεται γενικά … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά … Dictionary of Greek
δερμοτόμιο — το το εξωτερικό (ραχιαίο) τμήμα τών σωμιτών (αλληλοδιάδοχων τμημάτων τής νωτιαίας χορδής) τού εμβρύου, από το οποίο παράγεται το δέρμα και ο υποδόριος ιστός … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
λεμφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λέμφο (α. «λεμφικό σύστημα» β. «λεμφικός σάκος» μεγάλος υποδόριος ή ενδομυϊκός χώρος τών άνουρων αμφιβίων, που δημιουργείται από την επιφανειακή ανάπτυξη τού λεμφικού συστήματος και συμβάλλει στη διατήρηση… … Dictionary of Greek
μυκήτωμα — το [μύκης] 1. ιατρ. φλεγμονώδης υποδόριος ψευδοόγκος, που συνήθως εντοπίζεται στα κάτω άκρα, αλλά ορισμένες φορές και σε άλλα μέρη τού σώματος 2. εντομολ. σύνολο συμβιωτικών κυττάρων που βρίσκονται στο έντερο μερικών ειδών εντόμων και καλούνται… … Dictionary of Greek
υπόδερμα — το, Ν 1. ο υποδόριος ιστός 2. ζωολ. α) γένος χονδρών τριχωτών μυγών τής οικογένειας καλλιφορίδες, τών οποίων οι προνύμφες ζουν κάτω από το δέρμα τών βοοειδών β) (σε παλαιότερα ταξινομ. σχήματα) γένος χειρόπτερων θηλαστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ … Dictionary of Greek
θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek